πλέξει

πλέξει
πλέξις
plaiting
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
πλέξεϊ , πλέξις
plaiting
fem dat sg (epic)
πλέξις
plaiting
fem dat sg (attic ionic)
πλέκω
plait
aor subj act 3rd sg (epic)
πλέκω
plait
fut ind mid 2nd sg
πλέκω
plait
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • κισσόπλεκτος — κισσόπλεκτος, ον (Α) φρ. «μέλεα κισσόπλεκτα» μέλη στα οποία έχει πλέξει τα βλαστάρια του ο κισσός (Αντιφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + πλεκτος (< πλέκω), πρβλ. λινό πλεκτος, σχοινό πλεκτος] …   Dictionary of Greek

  • νήπλεκτος — νήπλεκτος, ον (Α) αυτός πού δεν έχει πλέξει τα μαλλιά του, που έχει ξέπλεκα μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη * + πλεκτος (< πλέκω), πρβλ. ά πλεκτος] …   Dictionary of Greek

  • ξάσμα — το (Α ξάσμα, ατος) ξασμένο μαλλί νεοελλ. η ποσότητα λαναρισμένου κανναθιού την οποία έχει εκάστοτε στη ζώνη του ο σχοινοπλόκος για να πλέξει το σχοινί. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξασ τού ξαίνω (πρβλ. παρακμ. ἔ ξασ μαι) + κατάλ. μα (πρβλ. ύφασ μα)] …   Dictionary of Greek

  • οκνός — Όνομα μυθολογικών προσώπων. Μερικοί τονίζουν το όνομα στη λήγουσα. 1. Γιος του Τιβέρου και της Μαντώς, εγγονός του Τειρεσία ή του Ηρακλή, αδελφός του Αυλήτη, του ιδρυτή της Περουγίας της Ιταλίας. Σύμφωνα με τον Βιργίλιο, είχε χτίσει και τη… …   Dictionary of Greek

  • υμέναιος — I Αρχικά η λέξη δήλωνε το γαμήλιο τραγούδι που έλεγαν οι γυναίκες, οι οποίες συνόδευαν τη νύφη στο σπίτι του γαμπρού. Αργότερα όμως, σε ταύτιση με το όνομα Υμήν, σήμαινε και το θεό του γάμου, που τον απεικόνιζαν ως νέο, κάποτε φτερωτό, και γύρω… …   Dictionary of Greek

  • όκνος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. Μερικοί τονίζουν το όνομα στη λήγουσα. 1. Γιος του Τιβέρου και της Μαντώς, εγγονός του Τειρεσία ή του Ηρακλή, αδελφός του Αυλήτη, του ιδρυτή της Περουγίας της Ιταλίας. Σύμφωνα με τον Βιργίλιο, είχε χτίσει και τη… …   Dictionary of Greek

  • Φατίμα — Κόρη του Μωάμεθ και της πρώτης του γυναίκας Χαντίτζα. Παντρεύτηκε τον Αλή, εξάδελφο του Προφήτη, και απέκτησε απ’ αυτόν, εκτός από τις δύο κόρες Ζαϊνάμπ και Ουμ Κουλθούμ, δύο γιους, τον Χασάν και τον Χουσεΐν, που διαδραμάτισαν σπουδαιότατο ρόλο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”